Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα << τα Χανιώτικα Νέα >> για την παγκόσμια ημέρα του σακχαρώδου διαβήτη στις 14 Νοεμβρίου 2011.
Η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης είναι δύο στενά συνδεδεμένες ασθένειες, οι οποίες συχνά εμφανίζονται μαζί με αποτέλεσμα να θεωρούνται συνοδά νοσήματα.
Η υπέρταση στον διαβητικό ασθενή δυστυχώς ανθίσταται στην φαρμακευτική αγωγή συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό των υπερτασικών που δεν πάσχουν από συνοδά νοσήματα και κάνει τον σακχαρώδη διαβήτη ακόμα πιο επικίνδυνη πάθηση για τον ασθενή.
Τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στον διαβητικό ασθενή αναπτύσουν υπέρταση γιατί συνοδεύονται από τις παρακάτω παθολογικές καταστάσεις:
- Αυξάνουν το συνολικό ποσό των υγρών του σώματος που με τη σειρά του αυξάνει την αρτηριακή πίεση.
- Ελαττώνουν την ελαστικότητα των αρτηριών κάνοντάς τις να σκληραίνονται, κάτι που δημιουργεί αυξημένη αντίσταση δηλαδή την αύξηση της πίεσης στα αγγεία.
- Η ελάττωση των αναγκαίων επιπέδων της ινσουλίνης, η ελλειματική ποιότητά της και η αντίσταση των ιστών στην ινσούλινη δημιουργούν μεταβολική διαταραχή αυξάνοντας την αρτηριακή πίεση.
Κοινοί παράγοντες για την δημιουργία της υπέρτασης και του σακχαρώδη διαβήτη τών ενηλίκων έχει αποδειχθεί ότι είναι:
- Η παχυσαρκία. Τα άτομα με αυξημένη μάζα σώματος στατιστικά εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα σακχάρου αίματος, αυξημένη αρτηριακή πίεση και αυξημένα λιπίδια.
- Η κακή διατροφή. Τα άτομα που διατρέφονται με πολλά λιπαρά, αλάτι και επεξεργασμένα σάκχαρα, αυξάνουν την κατακράτηση υγρών, αυξάνουν τις λιπαρές οισίες στον οργανισμό και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα με αποτέλεσμα την αύξηση του σωματικού βάρους,την σκλήρυνση των αγγείων, την δημιουργία σακχαρώδη διαβήτη και την αρτηριακή υπέρταση.
- H έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Τα άτομα που δεν εργάζονται σωματικά, δεν γυμνάζονται και κάνουν καθιστική ζωή, ζούν με ελαττωμένες καύσεις και κατά συνέπεια αυξάνουν το σωματικό τους βάρος, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και η αρτηριακή τους πίεση τους.
Για να διαγνωστεί η υπέρταση πρέπει η πίεση του ασθενούς κατ’επανάληψη να υπερβαίνει τα 140mmHg (της λεγόμενης συστολικής ή μεγάλης πίεσης) και τα 90mmHg (της λεγόμενης διαστολικής ή μικρής πίεσης). Στον υπερτασικό διαβητικό ασθενή, τα όρια αυτά είναι πιο αυστηρά και διαφοροποιούνται ως εξής, η συστολική πρέπει να υπερβαίνει τα 120mmHg και η διαστολική να υπερβαίνει τα 80mmHg.
Για να επιτευχθούν τα φυσιολογικά όρια διατήρησης της αρτηριακής πίεσης στον διαβητικό ασθενή πρέπει να ανατραπούν όλοι οι αρνητικοί παράγοντες που επιδρούν στην αύξηση της αρτηριακής υπέρτασης, δηλαδή:
Ο ασθενής να κινητοποιείται σωματικά δια της εργασίας και της άσκησης, να βελτιώσει την ποιότητα διατροφής του αποφεύγοντας τροφές πλούσιες σε λιπαρά, σε επεξεργασμένα σάκχαρα και σε αλάτι. Εκτός από αυτές τις παρεμβάσεις, συνήθως η φαρμακευτική αγωγή τόσο στην υπέρταση όσο και στον σακχαρώδη διαβήτη, είναι αναγκαία. Πρέπει να είναι εντατικοποιημένη από την πρώτη στιγμή της διάγνωσης και να διατηρείται με επιτυχία υπό στενή και διαρκή ιατρική παρακολούθηση.
Η φαρμακευτική αγωγή της υπέρτασης του διαβητικού ασθενή έχει γίνει τα τελευταία χρόνια εξατομικευμένη και αποτελεσματική με τη χρήση συνδιασμού φαρμάκων.